TERMINOLOGIA - ETYMOLOGIA


Α. Ορολογία - Ετυμολογία

Ο όρος "Συμβολαιογράφος", ο οποίος αντικατέστησε τον κατά πολλούς πολύ πιο δόκιμο - και συγγενή με τον αντίστοιχο στις περισσότερες γλώσσες- όρο "Νοτάριος" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε νομοθετικό κείμενο το έτος 1834, ήτοι στον "Οργανισμό των Δικαστηρίων και των Συμβολαιογράφων" (ΦΕΚ 13/10-4-1834) [βλ. το πολύ ενδιάφερον, δίγλωσσο, ελληνογερμανικό ΦΕΚ εδώ].

Πρόσκαιρα προ του 1834, στο υπ' αριθμόν 25/26-3-1830 Ψήφισμα του Ιωάννη Καποδίστρια "περί Μνημόνων", είχε χρησιμοποιηθεί αντί του όρου "Νοτάριος"  και ο όρος "Μνήμων", επί του οποίου επίσης τελικώς επικράτησε ο όρος "Συμβολαιογράφος". Ατυχώς για πολλούς.

Ειδικότερα, οι ενστάσεις που συχνά προβάλλονται για τον νυν χρησιμοποιούμενο στην Ελλάδα όρο "Συμβολαιογράφος", έγκεινται στο ότι - πέρα από το ότι είναι εξαιρετικά δυσπρόφερτος στους μη ομιλούντες την ελληνική γλώσσα- ετυμολογικά και σημασιολογικά ιδωμένος είναι ενδεής, φτωχός σε σχέση με τον ιστορικά φορτισμένο όρο "Νοτάριος". Οι -όχι λίγοι- υποστηρικτές της άποψης εξηγούν ότι ο Συμβολαιογράφος δεν "γράφει" απλώς "συμβόλαια", όπως ετυμολογικά, αναλυμένη στα συνθετικά της, υποδηλώνει η λέξη. Αντίθετα, το λειτούργημα του Συμβολαιογράφου ενέχει, προϋπόθετει και συνεπάγεται πολύ περισσότερο βάθος κατάρτισης, εύρος αρμοδιοτήτων και σπουδαιότητα για την ασφάλεια των συναλλαγών από τον "στενογραφικό" ρόλο της γραφής συμβολαίων και της καταγραφής δηλώσεων. Ο δε όρος "Νοτάριος" που προέρχεται από τον λατινικό notarius (=στενογράφος, γραμματέας, ο γράφων notes, σημειώσεις), μπορεί μεν ανιστορικά ιδωμένος να μην αποδίδει περισσότερη τιμή στον δημόσιο λειτουργό, υπό το πρίσμα όμως της διαχρονικότητάς και της σχεδόν παγκόσμιας επικράτησής της χρήσης του, κατά πολλούς θα ήταν και στην Ελλάδα ο πλέον αρμόζων.

 

Β. Ο όρος "ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ" σε εξήντα τρεις (63) γλώσσες :

1. Αγγλικά: notary public, notary
2. Αζερμπαϊτζανικά: notarius
3. Αλβανικά: noter
4. Andhra: అధాలత్తు కోరట్టులో వుండే వొక విధమైన వకీలు
5. Αραβικά: كاتب العدل
6. Αρμενικά: վաւերագրող, մուրհակագիր, նոտար
7. Αφρικάανς: notaris
8. Βασκικά: notariο
9. Βιετναμέζικα: công chng viên
10. Βουλγαρικά: нотариус
11. Γαλικιακά: notariο
12. Γαλλικά: notaire
13. Γερμανικά: Νοtar, Notarin
14. Γεωργιανά: სანოტარო
15. Γίντις: נאָטאַריי
16. Γκουτζαράτι: નોટરી
17. Δανέζικα: notar, notarius
18. Εβραϊκά: נוטריון
19. Ελληνικά: συμβολαιογράφος
20. Εσθονικά: notar
21. Ιαπωνικά: 公証人
22. Ινδονησιακά: notaris
23. Ιρλανδικά: nótaire
24. Ισλανδικά: lögbókanda
25. Ισπανικά: nοtario
26. Ιταλικά: nοtaio
27. Κανάντα: ಲೇಖ್ಯಪ್ರಮಾಣಕ
28. Καταλανικά: nοtari
29. Κινέζικα (Απλοποιημένα):
30. Κινέζικα (Παραδοσιακά): 公證
31. Κορεάτικα: 공증인
32. Κρεόλ Αϊτής: notè
33. Κροατικά: bilježnik
34. Λατινικά: notarius
35. Λετονικά: notārs
36. Λευκορωσικά: натарыус
37. Λιθουανικά: notaras
38. Μαλέι: notari, Notarisnya
39. Μαλτέζικα: nutar
40. Νορβηγικά: notar, notarius, notarius publicus
41. Ολλανδικά: notaris
42. Ουαλικά: notari
43. Ουγγρικά: jegyző
44. Ουκρανικά: нотаріус
45. Ουρντού: نوٹری
46. Περσικά: دفتر اسناد رسمی
47. Πολωνικά: notariusz
48. Πορτογαλικά: notário
49. Ρουμανικά: notar
50. Ρωσικά: нотариус
51. Σερβικά: бележник
52. Σλαβομακεδονικά: нотар
53. Σλοβάκικα: notár
54. Σλοβένικα: notar
55. Σουαχίλι: mthibitishaji
56. Σουηδικά: notarιe, notarius, notarius publicus
57. Ταϊλανδέζικα: ทนายความ
58. Ταμίλ: பத்திரங்களுக்குசட்டபூர்வஅங்கீகாரமளிக்கவும்
59. Τούρκικα: noter
60. Τσέχικα: notář
61. Φιλιπινέζικα: notaryo
62. Φινλανδικά: notaari
63. Χίντι: लेख्यप्रमाणक

 

Ευχερέστατα γίνεται αντιληπτό ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των γλωσσών, η ρίζα της λέξης προέρχεται από το λατινικό notarius. H ελληνική γλώσσα, μαζί με τα ινδικά andhra, τα αραβικά, τα βιετναμέζικα, τα γίντις, τα γκουτζαράτι, τα εβραϊκά, τα ισλανδικά, τα κανάντα, τα κινέζικα, τα κορεάτικα, τα ιαπωνικά, τα περσικά, τα σουαχίλι, τα ουρντού, τα ταμίλ, τα χίντι και ελάχιστες άλλες γλώσσες αποτελούν την εξαίρεση.